- χειλολάβος
- χειλο-λάβος [pron. full] [ᾰ], ὁ, surgicalA bandage for the lips, Gal.Fasc.69,71 tit. (12.489 Chart.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειλολάβος — ὁ, Α χειρουργικός επίδεσμος για τα χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + λάβος (< θ. λαβ τού λαμβάνω, πρβλ. αόρ. β ἔ λαβ ον), πρβλ. σαρκο λάβος] … Dictionary of Greek